- εὐθραύστου
- εὔθραυστοςeasily injuredmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθραυστότητα — η [εύθραυστος] η ιδιότητα τού εύθραυστου … Dictionary of Greek
κραυρότης — κραυρότης, ητος, ἡ (Α) [κραύρος] η εξαιτίας τής ξηρότητας ευθρυπτότητα, η ιδιότητα τού εύθραυστου … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek